στρογγυλοκάθομαι — στρογγυλοκάθομαι, στρογγυλοκάθισα βλ. πίν. 160 Σημειώσεις: στρογγυλοκάθομαι : δες σημείωση για καθίζω – κάθομαι … Τα ρήματα της νέας ελληνικής
στρογγυλοκάθομαι — στρογγυλοκάθισα, κάθομαι αναπαυτικά: Στρογγυλοκάθισε σε μια πολυθρόνα και δεν είχε σκοπό να σηκωθεί … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
αναθρονίζομαι — και ιάζομαι 1. ξαναθρονιάζομαι, ανεβαίνω πάλι στον θρόνο 2. κάθομαι άνετα, αναπαυτικά, χωρίς να φαίνομαι διατεθειμένος να σηκωθώ, στρογγυλοκάθομαι. [ΕΤΥΜΟΛ. < ανα * + θρονίζομαι. Η λ. μαρτυρεἰται από το 1892 στην εφημερίδα Εστία. ΠΑΡ.… … Dictionary of Greek
θρονιάζω — (Μ θρονιάζω) [θρόνος] (για ηγεμόνες και αρχιερείς) ενθρονίζω νεοελλ. 1. βάζω κάποιον να καθίσει κάπου 2. μέσ. θρονιάζομαι α) κάθομαι κάπου με πλήρη άνεση, στρογγυλοκάθομαι β) εγκαθίσταμαι κάπου σαν να είχα όλα τα δικαιώματα μσν. καθαγιάζω,… … Dictionary of Greek
καλοκάθομαι — 1. κάθομαι καλά, τοποθετούμαι σε μια θέση άνετα, αναπαυτικά, στρογγυλοκάθομαι 2. εγκαθίσταμαι μόνιμα κάπου, βολεύομαι κάπου 3. μτφ. κάθομαι φρόνιμα, περνώ ήρεμη και σεμνή ζωή … Dictionary of Greek
καλοστρώνω — 1. στρώνω, απλώνω, διασπείρω κάτι με επιμέλεια 2. καλύπτω κάτι εντελώς 3. στρώνω κάτι άφθονα, σε παχύ στρώμα («τό καλόστρωσε το χιόνι») 4. διευθετώ, ετοιμάζω κάτι στην εντέλεια («καλόστρωσε το τραπέζι») 5. εφαρμόζω καλά, ταιριάζω («δεν… … Dictionary of Greek
στρογγυλός — ή, ό / στρογγύλος, η, ον ΝΜΑ, και στρόγγυλος και στρογγύλος, η, ο, Ν 1. κυκλικός ή σφαιρικός («πότερον ἡ γῆ πλατεῑά ἐστιν ἤ στρογγύλη;», Πλάτ.) 2. (για λόγο ή για έκφραση) σαφής, απερίφραστος, συμπυκνωμένος (α. «στρογγυλά λόγια» λόγια σταράτα β.… … Dictionary of Greek
καλοστρώνω — καλόστρωσα, καλοστρώθηκα, καλοστρωμένος 1. στρώνω κάτι καλά: Τα χαλιά είναι καλοστρωμένα. 2. στρώνω κάτι κάτω σε αφθονία: Απόψε το καλόστρωσε το χιόνι. 3. τακτοποιώ κάτι καλά: Πρόσεξε να καλοστρώσεις το τραπέζι. 4. στρογγυλοκάθομαι απρόσκλητος:… … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)